Παρασκευή 3 Απριλίου 2009

Διήγημα ή αλλιώς "Η ιστορία του Βασίλη"

1.
Ο Βασίλης, γύρω στα 40 μέσα στο πολυμορφικό του αυτοκίνητο, σταματημένος στο κόκκινο φανάρι της Συγγρού – αναρωτιέται «ταχείας κυκλοφορίας δεν είναι ρε γαμώτο αυτός ο δρόμος; Τι τα θέλουν τα φανάρια;» φτιάχνει τα μαλλιά του. Κίνηση, κατάλοιπο της εργένικης ζωής του. Στο διπλανό ταξί μια κοπέλα τον χαζεύει. Αναρωτιέται, «κλασσικός παντρεμένος τύπος με το πολυμορφικό του ΙΧ για να χωράει όλη η οικογένεια μέσα, γυναίκα, παιδιά, πεθερά, σκύλος, τηλεόραση για τις διακοπές….». Ο Βασίλης νομίζει πως η κοπέλα φευγαλέα του χαμογελά. Ανταποδίδει. Είναι αργά, το ταξί έχει ήδη ξεκινήσει…
Οι πίσω οδηγοί κορνάρουν. Ξεκινά. Το πόδι στο γκάζι, το μυαλό στο φρένο, ή μάλλον στον πάγο. Πόσο καιρό έχει να του χαμογελάσει κάποια γυναίκα. Ίσως όχι πολύ, μάλλον δεν το έχει προσέξει.
Ο Βασίλης έκλεισε τα 40 πριν ένα μήνα. Δεν είναι άσχημος. Θα μπορούσες να τον πεις όμορφο. Γύρω στο 1.80, μελαχροινός, εκφραστικά μάτια, δύο χείλη για φίλημα. Λίγα κιλά παραπάνω, το γνωστό «στομαχάκι» κληρονομιά της καθιστικής έγγαμης ζωής. Ο Βασίλης πάντα πρόσεχε το ντύσιμο του. Ατελείωτες γραβάτες, προεκτάσεις του πέους του, όπως έλεγε η γυναίκα του η Κατερίνα. Συλλογή από μανικετόκουμπα και φυσικά παπούτσια όλων των χρωμάτων και ειδών, κάποια αρκετά εκκεντρικά.
Δικαιολογούταν ωστόσο. Ο Βασίλης ήταν διαφημιστής. Η εμφάνιση παίζει πάντα ρόλο, όταν θες να κλείσεις μια καλή συμφωνία.
Μια φίλη του έλεγε «οι διαφημιστές είναι λίγο πόρνες, αλλά δεν θέλουν να το παραδεχτούν». Ύστερα από 17 χρόνια σε αυτήν τη δουλειά συμφωνούσε με τη φίλη του.
Παντρεμένος ο Βασίλης με την Κατερίνα. Ακόμα θυμάται την πρώτη φορά που την είδε. Μελαχροινή, με γλυκιά φάτσα, μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια και γλυκό χαμόγελο. Μια συνηθισμένη κοπέλα, αλλά για τον Βασίλη τότε ήταν «θεά». Τώρα… δεν ξέρει πια, έχουν περάσει τόσα χρόνια. Την αγαπάει, αυτό είναι σίγουρο. Την θέλει; Την θέλει. Δεν είναι όμως το ίδιο.
Το καλύτερο όμως από την Κατερίνα είναι η Ζωή. Η κόρη τους. Ζωή γιατί δυσκολεύτηκε να βγει στη ζωή.
Η ώρα ήταν 10:00 και ο Βασίλης ήταν ακόμα μέσα στο αμάξι του, κολλημένος στη Συγγρού. Τι κάνουν τόσα αυτοκίνητα τέτοια ώρα στους δρόμους, λεφτά μοιράζουν; Όχι Παρασκευή, ο κόσμος βγαίνει έξω, ο Βασίλης πάει μέσα, στο σπιτάκι του. Η Κατερίνα πάλι θα γκρινιάξει. Κάθε μέρα ρε Βασίλη, ούτε μια Παρασκευή δεν μπορείς να γυρίσεις λίγο νωρίτερα; Βαρέθηκα να είμαι μόνη, πότε θα σε δει το παιδί;
Που να της πει ότι έχει φέρει και δουλειά για το ΣΚ.
- Αμάν ρε Βασίλη, δεν αντέχεσαι πια. Δεν μπορεί κάνεις άλλος να κάνει τη δουλειά, όλα εσύ πρέπει να τα κάνεις; Θέλω να πάμε στο σούπερ μάρκετ, να δούμε τους γονείς μου, να βγούμε με τη Ρόζα και το Γιάννη….θέλω, θέλω…
Η Κατερίνα όλο θέλει. Και ο Βασίλης θέλει.

2.
Τελικά τα κατάφερε, έφτασε στο σπίτι. Πετάει καμπαρντίνα, σακάκι και παπούτσια στην αποθήκη.
Καλησπέρα, τι κάνουν οι γυναίκες μου;
Καλά είναι οι γυναίκες σου. Εσύ; Τι ώρα είναι αυτή ρε Βασίλη; Παρασκευή είναι σήμερα, και σήμερα 10 το βράδυ; Έλεος πια.
Άσε με ρε Κατερίνα, μόλις μπήκα, μην αρχίζεις.
Τι να αρχίσω; Δεν σε βλέπουμε ποτέ πια.
Καλά. Έχει τίποτα να φάω;
Μην αλλάζεις θέμα. Τι θα γίνει; Που θα πάει αυτό ρε Βασίλη;
Έχει τίποτα για φαγητό; Πεινάω.
Πήδα.
Έλα ρε Κατερίνα, μην με παιδεύεις.
Έχει στην κουζίνα.
Ο Βασίλης πήγε στην κουζίνα, άνοιξε την κατσαρόλα, είχε αρακά. Ποιος τρώει αρακά 10:00 το βράδυ σκέφτηκε. Άνοιξε το συρτάρι, έβγαλε τα προσπέκτους, διάλεξε του σουβλατζίδικου και κατευθύνθηκε στο σαλόνι.
Μωρό μου θα πάρω 2 σουβλάκια, θές;
Σουβλάκια πάλι; Αμάν ρε Βασίλη, πάλι σουβλάκια; Φάε λίγο αρακά, για ποιον μαγειρεύω εγώ;
Τι θές ρε Κατερίνα, σιγά μη φάω αρακά τέτοια ώρα. Σταμάτα δεν είμαι μικρό παιδί.
Κι όμως μικρό παιδί είσαι.
Πράγματι ο Βασίλης ήταν σα μικρό παιδί. Πεισματάρης, εγωιστής, δεν κρατούσε κακία, μόνο μούτρα έκανε. Για αυτά τα χαρακτηριστικά τον αγάπησε η Κατερίνα. Τώρα όμως. Ναι τον αγαπούσε τον Βασίλη της η Κατερίνα, αλλά κάτι είχε αλλάξει. Όλα αυτά που τον έκαναν τόσο ερωτεύσιμο τον πρώτο καιρό, τώρα την κουράζανε. Είχε αλλάξει βέβαια και αυτή. Τώρα πια δεν ήταν τόσο αυθόρμητη, όπως παλιά. Είχε γίνει μάνα, είχε ξεχάσει τη γυναίκα. Όχι δεν ήταν ατημέλητη. Πάντα πρόσεχε την εμφάνιση της. Το «μέσα» της δεν πρόσεχε. Είχε ξεχάσει τα πρωινά που σηκώνονταν με τον Βασίλη της, έπαιρναν το παπάκι τους, κατέβαιναν στον Πειραιά και έμπαιναν στο πρώτο πλοίο.
Τώρα η Κατερίνα ήταν παντρεμένη, μετρημένη, μάνα. Όχι δεν μετάνιωνε για αυτό η Κατερίνα. Μετάνιωνε για την αλλαγή. Μετάνιωνε που έγινε σαν τη δική της μάνα. Είχε υποσχεθεί πως αυτό δεν θα γινόταν. Κι όμως έγινε. Πόσο δίκιο είχε η μαμά της.

3.
Το παιδί από το σουβλατζίδικο έφερε τα δυο πιτόγυρα, πατάτες και μια coca cola. Ο Βασίλης πλήρωσε, τα έβαλε σε ένα πιάτο και έκατσε μπροστά από την τηλεόραση να φάει. Δεν είχε τίποτα ενδιαφέρον. Χάζευε ένα σήριαλ, από αυτά που κορόιδευε συχνά με τον φίλο του τον Κώστα.
Όλοι είναι ευτυχισμένοι, έχουν πλούσια σπίτια, ακριβά αυτοκίνητα, γαμάνε τις πιο ωραίες γκόμενες και έχουν την τέλεια δουλειά. Κάποιες φορές σκεφτόταν πως για τους «άλλους» δεν διέφερε και πολύ. Το μόνο που έλειπε ήταν η γκόμενα – μοντέλο και το καμπριολέ. Α, και η τέλεια δουλειά. Αν και η δουλειά του άρεσε του Βασίλη. Απλά δεν ήταν τόσο ξεκούραστη όσο στο σήριαλ. Επίσης, δεν πήδαγε την γραμματέα του (αν και ίσως να ήθελε κατά βάθος…)
Η Κατερίνα καθόταν με τη Ζωή στο δωμάτιο και έπαιζαν, ήταν ήδη αργά και η Ζωή έπρεπε να είναι στο κρεβάτι της για ύπνο, αλλά ήταν Παρασκευή και αυτό δικαιολογούσε το παιχνίδι μέχρι αργά.
Ο Βασίλης μάζεψε το πιάτο του και πήγε στο δωμάτιο της μικρής.

1 σχόλιο: