Πέμπτη 9 Απριλίου 2009

Free Press

Χτες έπεσε στα χέρια μου το νέο free press της Ελευθεροτυπίας...
Δεν ξέρω τι θέλουν να πετύχουν, προφανώς αύξηση των εσόδων τους μέσω διαφήμισης. Ωστόσο, το κασέ και η θεματολογία - αναπαραγωγή άρθρων της προηγούμενης εβδομάδας (copy paste, κειμένων που προφανώς δεν τα διπλοπληρώνονται οι δημοσιογράφοι), δείχνει την προχειρότητα του πράγματος.
Δεν νομίζω πως χρειαζόμαστε και άλλους τίτλους εφημερίδων σε ένα κλάδο ήδη κορεσμένο. Αυτό που μάλλον χρειαζόμαστε είναι έντυπα προσεγμένα, με "καθαρό" στήσιμο και κυρίως θεματολογία που να σέβεται τους βασικούς κανόνες της δημοσιογραφίας.

TO BE BY YOUR SIDE

Across the oceans Across the seas, Over forests of blackened trees.
Through valleys so still we dare not breathe, To be by your side.
Over the shifting desert plains, Across mountains all in flames.
Through howling winds and driving rains, To be by your side.
Every mile and every year for every one a little tear.
I cannot explain this, Dear, I will not even try.
Into the night as the stars collide, Across the borders that divide forests of stone standing petrified, To be by your side.
Every mile and every year, For every one a single tear.
I cannot explain this, Dear, I will not even try. For I know one thing, Love comes on a wing.
For tonight I will be by your side. But tomorrow I will fly.
From the deepest ocean To the highest peak, Through the frontiers of your sleep.
Into the valley where we dare not speak, To be by your side.
Across the endless wilderness where all the beasts bow down their heads.
Darling I will never rest till I am by your side. Every mile and every year, Time and Distance disappear I cannot explain this.
Dear No, I will not even try. And I know just one thing, Love comes on a wing and tonight I will be by your side.
But tomorrow I will fly away, Love rises with the day and tonight I may be by your side.
But tomorrow I will fly, Tomorrow I will fly, Tomorrow I will fly.

Nick Cave

Τετάρτη 8 Απριλίου 2009

Κλειστές Πόρτες

Πάντα με φόβιζαν οι κλειστές πόρτες. Δεν ξέρω γιατί. Προφανώς γιατί αυτός που τις κλείνει κάτι θέλει να κρύψει.
Αυτό ωστόσο που με εκνευρίζει πιο πολύ είναι οι κλειστές πόρτες στα γραφεία. Υποδηλώνουν μάλλον δύο πράγματα.
Αυτός που τη κλείνει είτε δεν θέλει να τον ακούσουν - άρα είτε κάτι κρύβει, είτε απλά δεν σε συμπαθεί. Ή έχει μια διάθεση σνομπισμού, σσσ... κάνω κάτι πολύ "σοβάρο" που "οι υπόλοιποι ανάξιοι δεν μπορείτε να το καταλάβετε".
Και στις δύο περιπτώσεις η συμπεριφορά είναι απαράδεκτη. Στην πρώτη, απλά γιατί στα γραφεία δεν πρέπει να υπάρχουν μυστικά...στη δεύτερη γιατί θα πρέπει να έχει την εντιμότητα να στο πει, ή να στο δείξει με κάποιο τρόπο.
Όσο για τους σνομπ. Έχουν πρόβλημα συνολικά συμπεριφοράς.

Τρίτη 7 Απριλίου 2009

Παρασκευή 3 Απριλίου 2009

Διήγημα ή αλλιώς "Η ιστορία του Βασίλη"

1.
Ο Βασίλης, γύρω στα 40 μέσα στο πολυμορφικό του αυτοκίνητο, σταματημένος στο κόκκινο φανάρι της Συγγρού – αναρωτιέται «ταχείας κυκλοφορίας δεν είναι ρε γαμώτο αυτός ο δρόμος; Τι τα θέλουν τα φανάρια;» φτιάχνει τα μαλλιά του. Κίνηση, κατάλοιπο της εργένικης ζωής του. Στο διπλανό ταξί μια κοπέλα τον χαζεύει. Αναρωτιέται, «κλασσικός παντρεμένος τύπος με το πολυμορφικό του ΙΧ για να χωράει όλη η οικογένεια μέσα, γυναίκα, παιδιά, πεθερά, σκύλος, τηλεόραση για τις διακοπές….». Ο Βασίλης νομίζει πως η κοπέλα φευγαλέα του χαμογελά. Ανταποδίδει. Είναι αργά, το ταξί έχει ήδη ξεκινήσει…
Οι πίσω οδηγοί κορνάρουν. Ξεκινά. Το πόδι στο γκάζι, το μυαλό στο φρένο, ή μάλλον στον πάγο. Πόσο καιρό έχει να του χαμογελάσει κάποια γυναίκα. Ίσως όχι πολύ, μάλλον δεν το έχει προσέξει.
Ο Βασίλης έκλεισε τα 40 πριν ένα μήνα. Δεν είναι άσχημος. Θα μπορούσες να τον πεις όμορφο. Γύρω στο 1.80, μελαχροινός, εκφραστικά μάτια, δύο χείλη για φίλημα. Λίγα κιλά παραπάνω, το γνωστό «στομαχάκι» κληρονομιά της καθιστικής έγγαμης ζωής. Ο Βασίλης πάντα πρόσεχε το ντύσιμο του. Ατελείωτες γραβάτες, προεκτάσεις του πέους του, όπως έλεγε η γυναίκα του η Κατερίνα. Συλλογή από μανικετόκουμπα και φυσικά παπούτσια όλων των χρωμάτων και ειδών, κάποια αρκετά εκκεντρικά.
Δικαιολογούταν ωστόσο. Ο Βασίλης ήταν διαφημιστής. Η εμφάνιση παίζει πάντα ρόλο, όταν θες να κλείσεις μια καλή συμφωνία.
Μια φίλη του έλεγε «οι διαφημιστές είναι λίγο πόρνες, αλλά δεν θέλουν να το παραδεχτούν». Ύστερα από 17 χρόνια σε αυτήν τη δουλειά συμφωνούσε με τη φίλη του.
Παντρεμένος ο Βασίλης με την Κατερίνα. Ακόμα θυμάται την πρώτη φορά που την είδε. Μελαχροινή, με γλυκιά φάτσα, μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια και γλυκό χαμόγελο. Μια συνηθισμένη κοπέλα, αλλά για τον Βασίλη τότε ήταν «θεά». Τώρα… δεν ξέρει πια, έχουν περάσει τόσα χρόνια. Την αγαπάει, αυτό είναι σίγουρο. Την θέλει; Την θέλει. Δεν είναι όμως το ίδιο.
Το καλύτερο όμως από την Κατερίνα είναι η Ζωή. Η κόρη τους. Ζωή γιατί δυσκολεύτηκε να βγει στη ζωή.
Η ώρα ήταν 10:00 και ο Βασίλης ήταν ακόμα μέσα στο αμάξι του, κολλημένος στη Συγγρού. Τι κάνουν τόσα αυτοκίνητα τέτοια ώρα στους δρόμους, λεφτά μοιράζουν; Όχι Παρασκευή, ο κόσμος βγαίνει έξω, ο Βασίλης πάει μέσα, στο σπιτάκι του. Η Κατερίνα πάλι θα γκρινιάξει. Κάθε μέρα ρε Βασίλη, ούτε μια Παρασκευή δεν μπορείς να γυρίσεις λίγο νωρίτερα; Βαρέθηκα να είμαι μόνη, πότε θα σε δει το παιδί;
Που να της πει ότι έχει φέρει και δουλειά για το ΣΚ.
- Αμάν ρε Βασίλη, δεν αντέχεσαι πια. Δεν μπορεί κάνεις άλλος να κάνει τη δουλειά, όλα εσύ πρέπει να τα κάνεις; Θέλω να πάμε στο σούπερ μάρκετ, να δούμε τους γονείς μου, να βγούμε με τη Ρόζα και το Γιάννη….θέλω, θέλω…
Η Κατερίνα όλο θέλει. Και ο Βασίλης θέλει.

2.
Τελικά τα κατάφερε, έφτασε στο σπίτι. Πετάει καμπαρντίνα, σακάκι και παπούτσια στην αποθήκη.
Καλησπέρα, τι κάνουν οι γυναίκες μου;
Καλά είναι οι γυναίκες σου. Εσύ; Τι ώρα είναι αυτή ρε Βασίλη; Παρασκευή είναι σήμερα, και σήμερα 10 το βράδυ; Έλεος πια.
Άσε με ρε Κατερίνα, μόλις μπήκα, μην αρχίζεις.
Τι να αρχίσω; Δεν σε βλέπουμε ποτέ πια.
Καλά. Έχει τίποτα να φάω;
Μην αλλάζεις θέμα. Τι θα γίνει; Που θα πάει αυτό ρε Βασίλη;
Έχει τίποτα για φαγητό; Πεινάω.
Πήδα.
Έλα ρε Κατερίνα, μην με παιδεύεις.
Έχει στην κουζίνα.
Ο Βασίλης πήγε στην κουζίνα, άνοιξε την κατσαρόλα, είχε αρακά. Ποιος τρώει αρακά 10:00 το βράδυ σκέφτηκε. Άνοιξε το συρτάρι, έβγαλε τα προσπέκτους, διάλεξε του σουβλατζίδικου και κατευθύνθηκε στο σαλόνι.
Μωρό μου θα πάρω 2 σουβλάκια, θές;
Σουβλάκια πάλι; Αμάν ρε Βασίλη, πάλι σουβλάκια; Φάε λίγο αρακά, για ποιον μαγειρεύω εγώ;
Τι θές ρε Κατερίνα, σιγά μη φάω αρακά τέτοια ώρα. Σταμάτα δεν είμαι μικρό παιδί.
Κι όμως μικρό παιδί είσαι.
Πράγματι ο Βασίλης ήταν σα μικρό παιδί. Πεισματάρης, εγωιστής, δεν κρατούσε κακία, μόνο μούτρα έκανε. Για αυτά τα χαρακτηριστικά τον αγάπησε η Κατερίνα. Τώρα όμως. Ναι τον αγαπούσε τον Βασίλη της η Κατερίνα, αλλά κάτι είχε αλλάξει. Όλα αυτά που τον έκαναν τόσο ερωτεύσιμο τον πρώτο καιρό, τώρα την κουράζανε. Είχε αλλάξει βέβαια και αυτή. Τώρα πια δεν ήταν τόσο αυθόρμητη, όπως παλιά. Είχε γίνει μάνα, είχε ξεχάσει τη γυναίκα. Όχι δεν ήταν ατημέλητη. Πάντα πρόσεχε την εμφάνιση της. Το «μέσα» της δεν πρόσεχε. Είχε ξεχάσει τα πρωινά που σηκώνονταν με τον Βασίλη της, έπαιρναν το παπάκι τους, κατέβαιναν στον Πειραιά και έμπαιναν στο πρώτο πλοίο.
Τώρα η Κατερίνα ήταν παντρεμένη, μετρημένη, μάνα. Όχι δεν μετάνιωνε για αυτό η Κατερίνα. Μετάνιωνε για την αλλαγή. Μετάνιωνε που έγινε σαν τη δική της μάνα. Είχε υποσχεθεί πως αυτό δεν θα γινόταν. Κι όμως έγινε. Πόσο δίκιο είχε η μαμά της.

3.
Το παιδί από το σουβλατζίδικο έφερε τα δυο πιτόγυρα, πατάτες και μια coca cola. Ο Βασίλης πλήρωσε, τα έβαλε σε ένα πιάτο και έκατσε μπροστά από την τηλεόραση να φάει. Δεν είχε τίποτα ενδιαφέρον. Χάζευε ένα σήριαλ, από αυτά που κορόιδευε συχνά με τον φίλο του τον Κώστα.
Όλοι είναι ευτυχισμένοι, έχουν πλούσια σπίτια, ακριβά αυτοκίνητα, γαμάνε τις πιο ωραίες γκόμενες και έχουν την τέλεια δουλειά. Κάποιες φορές σκεφτόταν πως για τους «άλλους» δεν διέφερε και πολύ. Το μόνο που έλειπε ήταν η γκόμενα – μοντέλο και το καμπριολέ. Α, και η τέλεια δουλειά. Αν και η δουλειά του άρεσε του Βασίλη. Απλά δεν ήταν τόσο ξεκούραστη όσο στο σήριαλ. Επίσης, δεν πήδαγε την γραμματέα του (αν και ίσως να ήθελε κατά βάθος…)
Η Κατερίνα καθόταν με τη Ζωή στο δωμάτιο και έπαιζαν, ήταν ήδη αργά και η Ζωή έπρεπε να είναι στο κρεβάτι της για ύπνο, αλλά ήταν Παρασκευή και αυτό δικαιολογούσε το παιχνίδι μέχρι αργά.
Ο Βασίλης μάζεψε το πιάτο του και πήγε στο δωμάτιο της μικρής.

ΚΑΛΗΜΕΡΑ

Επιτέλους Παρασκευή!
Η βδομαδα βέβαια δεν τελειώνει για μένα. Δουλεύω και αύριο. Δεν έχω καταλάβει πως η γενιά μας, οι 30άρηδες το έχουμε καταφέρει αυτό το κουλό... να δουλεύουμε σαν τους μαλάκες άπειρες ώρες για χαζο λεφτά και να θεωρούμε ότι έχουμε και γαμώ τις καριέρες. Λες και αυτό είναι η ευτυχία. Λες και θα πετύχουμε κάτι. Θα διασφαλίσουμε ποιότητα ζωής αν έχουμε περισσότερα λεφτά?
Δεν νομίζω. Θυμάμαι ότι όταν είχα λιγότερα λεφτά περνούσα καλύτερα! έκανα περισσότερα ταξίδια, (σε κάμπινγκ δεν έχει σημασία) έβλεπα περισσότερο τους φίλους μου, ήμουν χαρούμενη.
Τώρα δεν ξέρω τι ακριβώς είμαι. Εντάξει δεν περνάω και άσχημα, αλλά όλα είναι διαφορετικά. Η ημέρα λες και βιάζεται να τελειώσει. Τους φίλους τους βλέπω λίγο για ένα γρήγορο καφέ ή κάποια χαζοποτά...
Τέλοσπαντων. Παρασκευή. Σκέψου θετικά!